Του αδ. Ζείδωρου
Στην προεκλογική περίοδο που προηγήθηκε δεν υπήρξαν σοβαρές αμφισβητήσεις για τη συμμόρφωσή μας με τις οικονομικές επιταγές των υπερκρατικών κέντρων εξουσίας. Τα περισσότερα πολιτικά κόμματα φάνηκαν να διαφωνούν περισσότερο για το αν η οικονομική μας πολιτική θα εξαρτάται από τη μία ή την άλλη δύναμη, παρά για το αν θα πάψει να αποτελεί το παράσιτο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Στηλιτεύοντας αυτή την κατάσταση ο Οικουμενικός Πατριάρχης σε ομιλία του προ ημερών σημείωσε: «Γίνεται λόγος για έναν πλανητικό καπιταλισμό, ο οποίος επιβάλλει τους ατέγκτους νόμους της αγοράς σε όλη την υφήλιο, για μία «τρομοκρατία της αγοράς». Η απόλυτη προτεραιότητα της οικονομίας και ο ανάλγητος ανταγωνισμός αποτελούν μία παγερή πραγματικότητα, η οποία δυναμιτίζει το κοινωνικό κράτος και προβάλλει το δίκαιο του οικονομικώς ισχυροτέρου ως μονόδρομο προς την ευημερία. Η παγκοσμιοποίηση απειλεί να συνθλίψει και να εξαφανίσει την ετερότητα των προσώπων μέσα στην απρόσωπη ανωνυμία του γιγαντισμού των οικονομικών εξελίξεων και μεγεθών».
Ως Χριστιανοί ίσως να μην μπορούμε να αλλάξουμε το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση και τον εγωισμό. Κι αυτό γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά πως, κι αν χτυπήσουμε τον εγωισμό με επαναστατικό τρόπο στις οικονομικές του εκδηλώσεις, χωρίς να απαλλαγούμε από την εσωτερική του κακία, γρήγορα θα παρουσιασθεί ξανά ύπουλα μεταμφιεσμένος. Μήπως κάτι τέτοιο δε συνέβη και με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, ο οποίος κατέληξε κρατικός καπιταλισμός; Μήπως ο υλισμός ως βάση του καπιταλισμού δεν είναι κυρίαρχος και στο σοσιαλισμό; Αυτή είναι η ψυχολογική πείρα, που έχει αποκτήσει ο Χριστιανισμός από τους είκοσι αιώνες ζωής του. Μα κι αν δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, είναι, ωστόσο, στο χέρι μας να μεταβάλλουμε τον τρόπο που εμείς συμμετέχουμε στο σύστημα αυτό και πρωτίστως τον τρόπο που διαχειριζόμαστε το εισόδημα και την περιουσία μας.
Σύμφωνα με τις Παροιμίες, ο ευσεβής άνθρωπος παρακαλεί το Θεό: «πλουτον δε και πενίαν μή μοι δως, σύνταξόν δέ μοι τα δέοντα και τα αυτάρκη» (κεφ. ΚΔ΄). Ο Ιερός Συγγραφέας ζητάει από το Θεό την αυτάρκεια, τα αγαθά εκείνα που είναι απαραίτητα για την επιβίωσή του και όχι άλλα. Στην Καινή Διαθήκη, το ιδεώδες σύστημα της ιδιοκτησίας αποκρυσταλλώνεται στην πρακτική των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων. «Πάντες δε οι πιστεύοντες ησαν επι το αυτο και ειχον άπαντα κοινά» (Πραξ. β΄ 44). Η κοινοκτημοσύνη εν αγάπη εντάσσεται στο θαύμα της πρωτοχριστιανικής ζωής και διά της Αγίας Γραφής κηρύσσεται σ’ όλη την Οικουμένη. Με την εμφάνιση του κοινοβιακού μοναχισμού, η κοινοκτημοσύνη θα εφαρμοστεί για περισσότερα από 1700 χρόνια. Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος προβάλλοντας σαν πρότυπο ορθόδοξης ζωής το μοναστικό κοινόβιο έλεγε σ’ ένα λόγο του πώς θέλει, ονειρεύεται να φτιάξει τη χριστιανική κοινωνία: «Σ’ όσα λέγαμε μέχρι τώρα, ας τονίσουμε και τούτο: Και όλοι να πουλήσουν όλα τα υπάρχοντά τους, και να φέρουν εδώ τις εισπράξεις, μπροστά μας. Με τα λόγια το λέω. Μην ταραζόσαστε. Κανείς, ούτε πλούσιος, ούτε φτωχός… Έτσι και στα μοναστήρια τώρα ζουν, όπως άλλοτε οι πρώτοι πιστοί Χριστιανοί στα Ιεροσόλυμα… Αν όμως είχαμε την πείρα της κοινοβιακής ζωής, τότε θα ‘χατε κι εσείς όλο το θάρρος να την πραγματοποιήσετε. Και πόση χάρη έχει αυτός ο τρόπος ζωής… Αν προχωρούμε έτσι, σ’ αυτό τον τρόπο ζωής, πιστεύω στο Θεό, ότι κι αυτό θα γίνει. Μόνο να ‘χετε εμπιστοσύνη σ’ εμένα, και με την τάξη θα κατορθώσουμε να το πραγματοποιήσουμε. Κι αν δώσει ο Θεός ζωή, πιστεύω, πως γρήγορα θα σας οδηγήσω σ’ αυτό τον τρόπο ζωής, στην κοινοκτημοσύνη.» (Εις τας πράξεις, 11, 3)
Η πατερική γραμματεία έχει ασχοληθεί εκτενώς με το σύστημα της χριστιανικής κοινοκτημοσύνης ως το ιδανικό σύστημα ιδιοκτησίας. Συνοπτικά μπορούμε να παρατηρήσουμε:
Για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, η μοναστική κοινοβιακή ζωή είναι το πρότυπο της κοινωνικής και οικονομικής τους ζωής. Αντίστοιχα, η κοινοκτημοσύνη, όπως τη βρίσκουμε στα έργα του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος, είναι το ψηλότερο σκαλοπάτι της φυσικής κατάστασης του ανθρώπου στην κλίμακα της ιδιοκτησίας. Ανώτερη από αυτήν και πάνω από τις φυσικές δυνάμεις του ανθρώπου είναι μόνο η ακτημοσύνη.
Η κοινοκτημοσύνη εφαρμόζεται με επιτυχία σε μικρές κοινότητες, που τα μέλη τους συνδέονται με τη χριστιανική αγάπη, γιατί η ιδιοκτησία «του Κυρίου» είναι για όλους τους «δούλους» του. Είναι η συνέπεια της τέλειας αγάπης, γιατί ο άνθρωπος μαθαίνει να αγαπάει εξίσου όλους τους ανθρώπους, όπως ο Θεός. «Εκείνος που έχει τον πλησίον του σαν τον εαυτό του, δεν ανέχεται να έχει ο ίδιος τίποτα περισσότερο απ’ τον πλησίον του», παρατηρεί ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Με την χριστιανική κοινοκτημοσύνη καταργείται ή περιορίζεται η ατομική ιδιοκτησία και εξαλείφεται το ατομιστικού (ειδωλολατρικό-ρωμαϊκό-σύγχρονο ευρωπαϊκό) πνεύμα, που είναι και η αιτία γένεσης για τις ζήλειες, τις φιλονικίες, τους χωρισμούς, τις έχθρες και τους πολέμους. «Το σον και το εμόν εξώρισται», λέει ο Ιερός Χρυσόστομος. Με την κοινοκτημοσύνη επέρχεται η ουσιαστική ισότητα και ενότητα των ανθρώπων και στα υλικά αγαθά. Χωρίς αυτές, ολόκληρη η ουμανιστική φιλολογία περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων παραμένει κουτσή. Γι’ αυτό, και όποιος έχει ατομική ιδιοκτησία μέσα στο κοινόβιο θεωρείται προδότης σαν τον Ιούδα. Όπως λέει ο Μ. Βασίλειος, η «ιδιάζουσα κτήσις» είναι κλοπή.
Αιτία και βάση της κοινοκτημοσύνης αποτελεί η αγάπη, γι’ αυτό και μας χαρίζει την ευλογία του Θεού. Με αυτήν δημιουργείται η υποδειγματική ανθρώπινη κοινωνία, με αποτέλεσμα ακόμη και οι άπιστοι να γίνονται Χριστιανοί από το θαυμασμό τους για την αγαπητική οργάνωση των Χριστιανών, να ενώνεται όλος ο κόσμος κι έτσι να δοξάζεται ο Θεός στη γη. Η κοινοκτημοσύνη είναι ικανή «την οικουμένην επιστρέψαι άπασαν», όπως λέει ο Άγ. Ιω. Χρυσόστομος. Αντίστοιχα, η χριστιανική κοινοβιακή ζωή βοηθάει ηθικά και πνευματικά τον άνθρωπο, γιατί τον απαλλάσσει από τις πολλές φροντίδες για τα υλικά αγαθά κι έτσι τον βοηθάει χρονικά και ηθικά για ν’ ασχοληθεί με τα πνευματικά. Καταργεί την υπερηφάνεια του πλουσίου και δίνει αξιοπρεπή αλλά χωρίς εγωισμό ζωή στο φτωχό. Αναπτύσσει τη συνεργασία, την ενότητα και τη συναισθηματικότητα των ανθρώπων, την εμπιστοσύνη στο Θεό και στον κάθε αδελφό, και τελικά την αγάπη στον άνθρωπο και στο Θεό, κι έτσι ο άνθρωπος και σ’ αυτή τη γη ζει ευτυχισμένος.
Όλα αυτά ίσως ηχούν παράξενα στα αφτιά μας, γιατί είμαστε μια γενιά που μεγάλωσε μέσα στην αφθονία και την απόλαυση. Τα οικονομικά αδιέξοδα όμως και η πίεση που δέχονται σήμερα οι πανεπιστημιακοί πτυχιούχοι στην αγορά εργασίας αργά ή γρήγορα θα μας αναγκάσουν να τα σκεφτούμε. Ίσως είναι ο καιρός να γυρίσουμε στην απλή ζωή της κοινότητας. Τα οφέλη θα είναι τεράστια για την πνευματική μας ζωή, αλλά θα βοηθήσουν και στην απήχηση του χριστιανικού μηνύματος στη σύγχρονη κοινωνία. Γιατί ο Χριστιανισμός «είναι στην ουσία της αποστολής του προοδευτικός. Δεν έρχεται να μας πει ότι τα ανθρώπινα έχουν «ευ και καλώς», ίσα-ίσα ζητάει το νέο, που θα είναι συγχρόνως και καλύτερο. Τους «καινούς ουρανούς και την καινήν γην», εν οις δικαιοσύνη κατοικεί» (Αλέξανδρος Τσιριντάνης).
(Το κείμενο είναι βασισμένο στο βιβλίο «Το πρόβλημα του θεσμού της ιδιοκτησίας» του Ν. Θ. Μπουγάτσου των εκδόσεων «Κοράλι»)
πηγή.http://philalethe00.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.