Η ταπεινή προσκυνήτρια
Το κύριο θέμα στο προηγούμενο τεύχος της Παρέμβασης ήταν για «το Σπουργιτάκι του Θεού», την Στέλλα Μιτσακίδου. Η Στέλλα επισκεπτόταν συχνά το Μοναστήρι Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) στο Ακραίφνιο. Για τον λόγον αυτό ζητήσαμε από τις αδελφές του μοναστηριού να μας μιλήσουν από την πλευρά τους για όσα αντελήφθησαν από την μυστική και πολύτιμη ζωή της Στέλλας και μας απέστειλαν το κείμενο που δημοσιεύουμε στην συνέχεια.
Με αφορμή των όσων ελέχθησαν στην Σύναξη του Σαββάτου, στο Αρχονταρίκι της Ιεράς Μονής, στις 3 Ιουνίου, αναβίωσαν στην μνήμη μας οι αναμνήσεις και πολλά γεγονότα από την ζωή της μακαριστής Στέλλας, της ταπεινής προσκυνήτριας της Παναγίας του Μοναστηριού μας. Δεν ήταν σαν τους πολλούς προσκυνητές, που έρχονται και παρέρχονται, αλλά σαν αυτούς, τους αληθινούς, που είναι όπως τους θέλει ο Θεός και Τον προσκυνούν «εν Πνεύματι και αληθεία».
Την γνωρίζαμε 19 χρόνια, από τότε που εγκαταβιώσαμε στο Μοναστήρι. Ερχόταν ανελλιπώς στην Πανήγυρη της Μονής, αρκετές ημέρες νωρίτερα, αλλά και άλλες φορές. Κάποτε χανόταν για ένα χρονικό διάστημα και πάλι εμφανιζόταν. Επισκεπτόταν Μοναστήρια και Ιερά Προσκυνήματα, της άρεσε να πηγαίνη εκδρομές και ταξίδια. Δεν άφηνε προσκύνημα, ούτε και Μοναστήρι που να μην το έχη επισκεφθή. Πήγαινε στον άγιο Νεκτάριο στην Αίγινα, στην Παναγία την Φανερωμένη στην Σαλαμίνα, στην Τήνο, στην Πάτμο, στην Μυτιλήνη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Μικρά Ασία, στους Αγίους Τόπους, στο Σινά, στην Ρωσία, στην Ιταλία και παρ' ολίγο και στην Κορέα.
Στο Μοναστήρι μας έφθανε πάντα κουρασμένη και καταϊδρωμένη, πεζή από την εθνική οδό τις περισσότερες φορές. Ήθελε να περπατάη και να προσεύχεται καθ' οδόν. Χτυπούσε πολύ δυνατά το καμπανάκι της πόρτας μ' έναν δικό της τρόπο που, πριν την δούμε, καταλαβαίναμε όλες ότι έφθασε η Στέλλα. Την υποδεχόμασταν με πολλή χαρά και αφού πρώτα προσκυνούσε στον Ναό, έπειτα κατευθυνόταν στον ξενώνα όπου εκεί είχε φτιάξει την δική της γωνιά. Είχε συγκεντρωμένες τις αποσκευές της, ο,τι αγόραζε από τα Προσκυνήματα και τις εκδρομές, τα βιβλία της, Αγία Γραφή, βίους αγίων, κασέτες με κηρύγματα και ψαλμωδίες, ένα μικρό κασετόφωνο, που ήταν μονίμως χαλασμένο, κλωστές, καρφίτσες και βελόνες για την ραπτική της.
Άστεγη καθώς ήταν τα τελευταία χρόνια, δίχως νοικοκυριό, χαιρόταν που κρεμούσε στον τοίχο τις εικόνες της και μπορούσε να ράψη πάνω στο κρεβάτι της καλύτερα απ ο,τι στα παγκάκια και στις σκάλες, η στα σαλόνια των Νοσοκομείων όπου συνήθιζε να ράβη και να κοιμάται. Είχε μαζί της μια κατσαρόλα και ελάχιστα, μηδαμινά σκεύη κουζίνας και χαιρόταν αφάνταστα που της επιτρέπαμε, όταν ήθελε, να μαγειρέψη μόνη της, όπως αυτή ήθελε, τον δικό της τραχανά, που είχε αγοράσει, στα δικά της σκεύη και να βράση μόνη της τα χόρτα που μάζευε γύρω από το Μοναστήρι. Έλεγε με ευχαρίστηση: «Σας ευχαριστώ, γιατί μ'αφήνετε να αισθάνoμαι κι'εγώ σαν νοικοκυρά!».
Σε μια ξεχωριστή τσάντα είχε ''τα της θανής της'' δηλαδή, ένα σάβανο, που το είχε αγοράσει από τα Ιεροσόλυμα και καθαρά καινούρια ρούχα, τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν λόγω του ξαφνικού της θανάτου.
Θυμόμαστε την σκηνή που έπαιρνε ευχή από την Γερόντισσα και συγχρόνως η Γερόντισσα την ασπαζόταν στο κεφάλι και της έλεγε: «Μπορείς να μείνης, Στέλλα, όσο θέλεις». Αυτή ήταν εκείνη την στιγμή σαν ένα μικρό, φρόνιμο, υπάκουο και ταπεινό παιδάκι. Δεν ήξερε πως να εκφράση την ευχαρίστησή της. Η Γερόντισσα της ζητούσε να προσεύχεται για όλη την αδελφότητα και εκείνη απαντούσε: «Μάλιστα, μετά χαράς. ''Φωτεινης μοναχής και της συνοδείας αυτής''. Το γράφω παντού, όπου πηγαίνω». Επίσης όταν της ζητούσαμε να ψάλλη κάτι, αν ήθελε, τότε έσκυβε λίγο το κεφαλάκι της και έψαλε με την γλυκειά και κατανυκτική φωνή της στην Γερόντισσα, σε τρίτο ήχο, το απολυτίκιο της αγίας Φωτεινής, της Σαμαρείτιδος. «Θείω Πνεύματι καταυγασθείσα και τοις νάμασι καταρδευθείσα, παρά Χριστού του Σωτήρος Πανεύφημε...».
Μέσα στον ξενώνα καθόταν πολλές ώρες. Έλεγε την ευχή, διάβαζε την Αγία Γραφή και άλλα βιβλία, έψαλε ύμνους στην Παναγία και απολυτίκια αγίων. Διάβαζε και έψαλε σωστά και με ευκρίνεια. Επανελάμβανε με όλη την δύναμη της ψυχής της πολλές φορές το «Θεοτόκε Παρθένε...», το «Γενηθήτω το θέλημά Σου Κύριε» και την αγαπημένη της δοξολογία που ήταν το :«Δοξασμένο το όνομά σου Κύριε». Της άρεσε πολύ να ψάλλη το απολυτίκιο της εορτής της Μεταμορφώσεως. Αγαπούσε πολύ την Παναγία. Προσευχόταν για όλο τον κόσμο. Μερικές φορές μιλούσε μόνη της σαν να είχε κάποιον δίπλα της.
Και φυσικά ο πιο ειλικρινά "δίπλα της" γι'αυτήν ήταν ο Θεός στον Οποίο και απευθυνόταν με απλότητα και πολλή πίστη για όλα τα θέματα ακόμη και για τα πιο απλά.
Μια χειμωνιάτικη, παγερή ημέρα κάποια αδελφή περνούσε έξω από τον χώρο της και την άκουσε να φωνάζη και να λέη: «Χριστέ μου κρυώνω!!...κρυώνω Χριστέ μου!». Βέβαια είχε θέρμανση για "όσο ήθελε''.
Ήταν αξιοθαύμαστη η αφοσίωσή της και η αγάπη της στον Θεό. Ένας άνθρωπος με τόσα προβλήματα και στερήσεις, χωρίς σπίτι, μόνη και σε τέτοια ηλικία να προσεύχεται και να υμνή έτσι τον Θεό! Και χωρίς υποσχέσεις, χωρίς Σχήμα και κουρά, χωρίς δικό της κελλί.. Είχε εσωτερική εργασία, σταυρική πορεία και ήταν παραδομένη στο θέλημα του Θεού.
Ήταν πάντα πολύ πρόθυμη να σκουπίζη την αυλή, να μαζεύη τα χαρτάκια και τα σκουπίδια με τα χέρια της. Ιδιαίτερα την ευχαριστούσε να εργάζεται στον Ναό. Έκαμνε τέλεια την εργασία που της ανέθετες. Γυάλιζε με μεγάλη επιμέλεια τα μπρούτζινα σκεύη. Στην προτροπή μας να μη κουράζεται και να τελειώνη σύντομα απαντούσε « ο,τι γίνεται στο Μοναστήρι πρέπει να γίνεται τέλεια, γιατί εδώ είναι το σπίτι της Παναγίας». Την ώρα της εργασίας προσευχόταν η έψαλε.
Ήταν πολύ ευγνώμων. Όταν της προσφέραμε, φαγητό η κάποιο άλλο κέρασμα μας έδινε πολλές ευχές :«Καλό Παράδεισο, ο Θεός να είναι μαζί σας, σας ευχαριστώ πολύ, εσείς είσθε άξιες να Τον υπηρετήτε». Δεν ήξερε επίσης με ποιόν τρόπο να ευχαριστήση την αδελφή όταν της έκοβε κάποιο ύφασμα και της έκανε πρόβα για να το ράψη έπειτα η ίδια της και άλλη αδελφή όταν της έκοβε τα μαλλιά η της διόρθωνε το χαλασμένο κασσετόφωνο. Μας ζητούσε συγγνώμη εάν μας λύπησε με κάτι. Ήταν πολύ ευαίσθητη και δεν ήθελε να μας κουράζη.
Σε μια αδελφή, που της ζήτησε να προσεύχεται για μας, εκείνη απάντησε: «Ο Θεός θέλει να κάνουμε υπακοή!».
Όταν έμαθε ότι κάποια αδελφή έπρεπε να χειρουργηθή και ετοιμάζεται για το Νοσοκομείο, ζήτησε να την δη και της έδινε εγκάρδιες και ενθαρρυντικές συμβουλές και πολλές ευχές. «Μην ανησυχείτε, αδελφή, δεν είναι τίποτε, κάνετε υπομονή και θα περάση γρήγορα. Μετά την εγχείρηση θα νοιώθετε πολύ καλά. Ο Θεός να είναι μαζί σας».
Είχε την επιθυμία να φτιάξη κόλυβα για τους κεκοιμημένους γονείς και συγγενείς της, την οποία δυσκολευόταν να πραγματοποιήση. Χάρηκε υπερβολικά, όταν μια αδελφή, το Ψυχοσάββατο προ της Πεντηκοστής που βρέθηκε στο Μοναστήρι, έφτιαξε τα κόλυβα που μας είχε ζητήσει . Είχε παραγγείλει το πρόσφορο, έφερε μαζί της το νάμα, ζήτησε χαρτί και στυλό για να γράψη τα ονόματα των νεκρών που ήθελε.
Όταν ερχόταν μετά από κάποια προσκυνηματική εκδρομή μας έφερνε πάντα ευλογίες (λαδάκι από το καντήλι, σταυρουδάκια, θυμίαμα, μια κασέτα κλπ.). Άλλες φορές όταν της ανοίγαμε την πόρτα με πολλή χαρά μας εδινε τον καφέ και τα λουκούμια που κρατούσε λέγοντας: «Αυτά είναι για σας, σας παρακαλώ, μη τα κεράσετε στον κόσμο. Είναι κατάφρεσκος ο καφές. Πιστεύω θα σας αρέση. Τον πήρα σήμερα από τον Λουμίδη».
Την τελευταία φορά ήρθε με τον Σύλλογο ''Ονησιμος''. Ήταν ένα λεωφορείο με προσκυνητές από τους οποίους γνώριζε πολλούς. Βγήκε πρώτη από το λεωφορείο και έτρεξε στην κουζίνα για να προλάβη να δώση τον καφέ και τα λουκούμια που είχε αγοράσει. Ήταν όλο χαρά που προσφέραμε το δικό της κέρασμα στους προσκυνητές εκείνη την ημέρα.
Όταν της ζητούσαμε να προσευχηθή για κάποιο συγγενικό η φιλικό πρόσωπο, την επόμενη φορά που ερχόταν ρωτούσε «τι κάνει ο τάδε;» η «κάνε ένα καφέ να πιούμε για την ψυχή του αδελφού σου. Τον μνημονεύω, αδελφή μου».
Σεβόταν και τιμούσε πολύ τον Πνευματικό μας Πατέρα. Διάβαζε τα βιβλία του και μας έλεγε: «Να ξέρετε ότι έχετε σοφό και φωτισμένο Πνευματικό. Με τα βιβλία που γράφει βοηθάει πολύ κόσμο». Τον συνάντησε στο Μοναστήρι αρκετές φορές και κάποια φορά, στην εορτή της αγίας Παρασκευής στην Ναύπακτο αμέσως τηλεφώνησε να μας πη ότι τον είδε και φορούσε μια «λαμπρή στολή». Θυμάται μια αδελφή, πως, ενώ πλησίαζε κάποτε να πάρη ευχή από τον Δεσπότη ψιθύριζε: «ευλόγησέ τον Κύριε» και το επανελάμβανε πολλές φορές. Ύστερα πρόσθεσε: «ποιά είμαι εγώ που μπορώ να προσευχηθώ γι'αυτόν; ο Θεός να τον ευλογήση».
Ελεεινολογούσε τον εαυτό της και ευχαριστούσε για όλα τον Θεό. Δεν ήθελε να την επαινής, ούτε να λες κάτι καλό γι αυτήν. Τότε θύμωνε και δεν μιλούσε. Δεν ήθελε να την ρωτάς για την υγεία της. Σε κάποιες ερωτήσεις μας, σχετικά με την ζωή της, μερικές φορές δεν απαντούσε και σιωπούσε. Απέφευγε να μιλάη για τον εαυτό της. Δεν πρόσεχε την εξωτερική της εμφάνιση και συμπεριφορά. Ένας μικρός ξύλινος Σταυρός, περασμένος σ' ένα κορδόνι, κρεμόταν στον λαιμό της, το κομποσχοίνι της, οι αποσκευές της με κάποια ευτελή ενδύματα, λίγα βιβλία, εικόνες και κασέτες, μια μικρή σύνταξη ήταν όλη της η περιουσία. Κρατούσε ελάχιστα χρήματα για τις προσωπικές της ανάγκες και τα εισητήρια.
Έκανε αληθινή και θεάρεστη ελεημοσύνη. Κοιμόταν στα παγκάκια των πάρκων και στα σαλόνια των Νοσοκομείων, την περιφρονούσαν οι άνθρωποι ως επαίτη και την έδιωχναν και εκείνη με την μικρή πτωχική της σύνταξη βοηθούσε πτωχούς, έκανε δωρεές σε διάφορες Εκκλησίες για αγιογραφίες, Ιερά καλύμματα, σημειωτέον και στην εξωτερική Ιεραποστολή.
Πολλές φορές τόσο με την παρουσία της όσο και με την συμπεριφορά της άφηνε αίσθηση "δια Χριστόν σαλής".
Μεταξύ πολλών άλλων, φανερών και αφανών, κάποια αδελφή θυμάται: «μια μέρα της πήγαινα φαγητό στο δωμάτιό της και είχα τον λογισμό ότι είναι αγία, ''δια Χριστόν σαλή''. Όταν μπήκα μέσα, χωρίς κανένα λόγο άρχισε να φωνάζη: ''Τι είναι αυτό που μου έφερες!... Δεν το θέλω!.. Πάρτο πίσω!..'' Δεν μπορώ να το κρίνω αν ήταν απάντηση στο λογισμό μου...»
Κάποια φορά έτρεχε από τον άγιο Αλέξιο, το κοιμητήρι της Μονής, και φώναζε δυνατά και χαρούμενα: «Βρήκα, αδελφούλα μου, τον τάφο ανοιχτό –τον είχε ανοίξει πριν την κοίμησή της η Γερόντισσα Μακρίνα –και ήθελα να μπω μέσα, να ξαπλώσω, αλλά σκέφθηκα ότι αγία ψυχούλα θα μπη εκεί και δεν μπορώ εγώ να τον μολύνω. Έτσι ξάπλωσα δίπλα. Τι όμορφα που ήταν!» Πετούσε από την χαρά της!
Μια χρονιά, παραμονή των αγίων Αρχαγγέλων, στις 7 Νοεμβρίου βρέθηκε ξαφνικά, όπως ερχόταν πάντα, στο Μοναστήρι με σκοπό να κατεβή πάλι το απόγευμα για τον Εσπερινό στο εξωκκλήσι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, που πανηγύριζε και βρίσκεται κοντά στις όχθες της Υλίκης λίμνης. Εκείνο το βράδυ όμως έγινε ''χαλασμος Κυρίου''. Έπιασε δυνατή βροχή με αέρα και κρύο μαζί. Την άλλη ημέρα λίγο πριν το μεσημέρι η Γερόντισσα Μακρίνα, βλέποντας να μη σταματάη η βροχή, άρχισε να ανησυχή και μαζί με μια αδελφή, που οδηγούσε, κατευθύνθηκαν στο Εκκλησάκι. Την βρήκαν να κάθεται μόνη στα σκαλάκια του Ναού. Ανέμελη και χαρούμενη χαμογέλασε και είπε: «Μην ανησυχείτε για μένα. Έχω τους Αρχαγγέλους συντροφιά». Την πήραν μαζί τους στο αυτοκίνητο και ανέβηκαν στο Μοναστήρι.
Πριν δύο χρόνια, εορτή του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, 29η Αυγούστου, βρέθηκε στην Θήβα. Περπατώντας μέσα στην αγορά βρήκε τα κρεοπωλεία ανοιχτά με τα κρέατα κρεμασμένα και τις τιμές πάνω σε αυτά. Έσχιζε τις τιμές και έτρεχε γρήγορα για να μη την πιάσουν οι κρεοπώλες λέγοντας: «νηστεία είναι σήμερα». Ήρθε έπειτα στο Μοναστήρι και γελώντας μας το αφηγείτο.
Την ίδια χρονιά, ένα απόγευμα του Καλοκαιριού, ήρθε καταϊδρωμένη και κατακόκκινη από την ζέστη με τα πόδια από το Ακραίφνιο. Μπαίνοντας στον ξενώνα διεπίστωσε ότι δεν είχε μαζί της μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, της Ιεροσολυμίτισσας. Βγαίνει γρήγορα, έρχεται στην κουζίνα και φεύγει τρέχοντας για το χωριό, πιστεύοντας ότι θα της έπεσε στο Πρατήριο που άφησε για λίγο την τσάντα της. Ήταν ώρα Εσπερινού και μέχρι να τελειώση ο Εσπερινός επέστρεψε κρατώντας την σφιχτά στα χέρια της και φιλώντας την Παναγία. «Την βρήκα, αδελφή μου, την βρήκα». Την χάρισε έπειτα στην αδελφή για να την κάνη εικόνα. Διήνυσε 10 χιλιόμετρα σε 3/4 της ώρας. Έτρεχε, δεν περπατούσε!
Μια φορά έφερε ξυνό τραχανά από κάποιο Μοναστήρι και ήθελε να της βράσουμε από αυτόν. Μόλις της τον πήγε η αδελφή, τον δοκίμασε και τον επέστρεψε λέγοντας: «Δεν τον θέλω, αδελφή μου, δεν είναι ξυνός, να τον δώσης στις γάτες». Πιστεύει η αδελφή πως το έκανε για να μη φάη κάτι που της άρεσε.
Σε μια από τις τελευταίες φορές που ήρθε στο Μοναστήρι είπε σε μια αδελφή: «Ξέρω, αδελφούλα μου, είσαι πολύ απασχολημένη, έχεις πολλές δουλειές. Κάνε όμως ελεημοσύνη και κάθησε να με ακούσης». Και άρχισε να αφηγήται περιστατικά που της συνέβησαν εκείνο τον καιρό και είχε στενοχωρηθή· όπως π.χ. που χαστούκισε τον οδηγό αστικού λεοφωρείου, στην Αθήνα, γιατί προσπάθησε να της σπρώξη την τσάντα που κρατούσε και δεν έφευγε από την είσοδο του λεοφωρείου. Βρέθηκε τότε στο Αστυνομικό Τμήμα μαζί με τον οδηγό, αλλά την απέλυσαν και γελούσε, αν και έλεγε πως έπρεπε να το εξομολογηθή γιατί αυτό την εμπόδιζε να κοινωνήση. Είπε επίσης για τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε όταν πήγαινε στα σαλόνια των Νοσοκομείων για να διανυκτερεύση, επειδή ήταν άστεγη. Την έδιωχναν οι Νοσοκόμες, την μάλωναν οι καθαρίστριες, φώναζαν οι γιατροί και πολλές φορές καλούσαν την Αστυνομία.
Όταν την ρώτησε μια αδελφή: «Τι απαντάς, Στέλλα, σε όσους σε φωνάζουν και στους Αστυνομικούς»; εκείνη με θάρρος και ύφος είπε την απολογία της: «Ξέρετε, Κύριοί μου, εσείς έχετε το σπίτι σας, το κρεβάτι σας, το φαγητό σας, εγώ που θα μείνω; Το Κράτος φροντίζει για τους αλλοδαπούς, για τους πλημμυροπαθείς, τους σεισμόπληκτους, για μένα κανένας δεν φροντίζει». Άλλη φορά είπε: «Είναι καλοί άνθρωποι οι Αστυνομικοί. Εγώ δεν τους φοβάμαι. Άλλοι είναι αυτοί που με οδηγούν εκεί».
Τον τελευταίο καιρό είχε σοβαρό πρόβλημα γιατί ο Πνευματικός της, ένας ηλικιωμένος κατάκοιτος Παπούλης είχε κοιμηθή και ο καινούριος, επειδή δεν είχε πολύ χρόνο, δεν δεχόταν να του τα έχη γραμμένα και να τα διηγήται όλα με λεπτομέρειες. Έπρεπε να τελειώνη γρήγορα. Αυτό όμως δεν την ανέπαυε γιατί ήθελε να κάνη τέλεια εξαγόρευση, χωρίς να κρύπτη το παραμικρό και έτσι ήταν στενοχωρημένη που δεν μπορούσε να εξομολογηθή, όπως αυτή ήθελε.
Είναι αλήθεια ότι της πρότειναν πολλοί να την φιλοξενήσουν και κάποιοι επίσης να της χαρίσουν ένα δωμάτιο. Δεν δεχόταν όμως και δεν ήθελε να δεσμεύεται. Είχε τις δικές της ''παραξενιες''που τις πλήρωνε όμως πολύ ακριβά. Στην πρότασή μας, μάλιστα, να μείνη μαζί μας έλεγε: «Μα εσείς είσθε μοναχές, ανήκετε στο Μοναστήρι σας, εγώ δεν ανήκω εδώ, είμαι ξένη. Πρέπει να φύγω. Άλλωστε οι δουλειές μου είναι στην Αθήνα. Θα πάω στις ομιλίες μου, στις αγρυπνίες, να πληρωθώ, να πάω για εξομολόγηση. Έχω δουλειές, αδελφή μου. Σας ευχαριστώ πολύ. Δεν μπορώ όμως να μείνω εδώ». Ούτε στην Μηλίτσα - γνωστή της κυρία, που την αγαπούσε- ήθελε να μένη πολύ. «Μα, η Μηλίτσα έχει οικογένεια, έχει τα παιδιά της, τον σύζυγό της, έχει την δουλειά της. Ένα βράδυ μόνο μπορώ να μείνω για να πάω πρωΐ-πρωΐ να πάρω νούμερο για εξομολόγηση».
Τον τελευταίο καιρό όμως, 8 μήνες πριν τον θάνατό της, βλέποντας πως οι δυνάμεις της την εγκαταλείπουν, δέχθηκε να φιλοξενηθή στο σπίτι της κυρίας Χρυσούλας, η οποία με πολλή αγάπη και ιδιαίτερη φροντίδα της παραχώρησε ξεχωριστό διαμέρισμα. Έκτοτε δεν εμφανίσθηκε στο Μοναστήρι.
Ένα χρόνο μετά τον αφανή θάνατό της και την περιπετειώδη και άσημη ταφή της και λίγες ημέρες μετά το "ετήσιο" Αρχιερατικό Μνημόσυνό της στο Καθολικό της Ιεράς Μονής, πιστεύουμε απόλυτα ότι ο Κύριος της έχει χαρίσει ''αυλη και αχειροποίητη σκηνή'' για να Τον δοξολογή αιωνίως. Με την ελπίδα και την βεβαιότητα μαζί ότι βρήκε παρρησία στον Θεό, πιστεύουμε ότι θα εισακούση Κύριος ο Θεός τις προσευχές της ταπεινής δούλης Του Στέλλας και για την δική μας αδελφότητα, όπως και για όλο τον κόσμο.
Η "ταπεινή προσκυνήτρια" έζησε αφανώς και κοιμήθηκε αφανώς. Έζησε όλη της την ζωή μαρτυρικώς και τελείωσε την ζωή της το ίδιο μαρτυρικώς, από τροχαίο ατύχημα στην οδό Βουλιαγμένης στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου του 2005.
Κ.μ.
Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου
Το κύριο θέμα στο προηγούμενο τεύχος της Παρέμβασης ήταν για «το Σπουργιτάκι του Θεού», την Στέλλα Μιτσακίδου. Η Στέλλα επισκεπτόταν συχνά το Μοναστήρι Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) στο Ακραίφνιο. Για τον λόγον αυτό ζητήσαμε από τις αδελφές του μοναστηριού να μας μιλήσουν από την πλευρά τους για όσα αντελήφθησαν από την μυστική και πολύτιμη ζωή της Στέλλας και μας απέστειλαν το κείμενο που δημοσιεύουμε στην συνέχεια.
Με αφορμή των όσων ελέχθησαν στην Σύναξη του Σαββάτου, στο Αρχονταρίκι της Ιεράς Μονής, στις 3 Ιουνίου, αναβίωσαν στην μνήμη μας οι αναμνήσεις και πολλά γεγονότα από την ζωή της μακαριστής Στέλλας, της ταπεινής προσκυνήτριας της Παναγίας του Μοναστηριού μας. Δεν ήταν σαν τους πολλούς προσκυνητές, που έρχονται και παρέρχονται, αλλά σαν αυτούς, τους αληθινούς, που είναι όπως τους θέλει ο Θεός και Τον προσκυνούν «εν Πνεύματι και αληθεία».
Την γνωρίζαμε 19 χρόνια, από τότε που εγκαταβιώσαμε στο Μοναστήρι. Ερχόταν ανελλιπώς στην Πανήγυρη της Μονής, αρκετές ημέρες νωρίτερα, αλλά και άλλες φορές. Κάποτε χανόταν για ένα χρονικό διάστημα και πάλι εμφανιζόταν. Επισκεπτόταν Μοναστήρια και Ιερά Προσκυνήματα, της άρεσε να πηγαίνη εκδρομές και ταξίδια. Δεν άφηνε προσκύνημα, ούτε και Μοναστήρι που να μην το έχη επισκεφθή. Πήγαινε στον άγιο Νεκτάριο στην Αίγινα, στην Παναγία την Φανερωμένη στην Σαλαμίνα, στην Τήνο, στην Πάτμο, στην Μυτιλήνη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Μικρά Ασία, στους Αγίους Τόπους, στο Σινά, στην Ρωσία, στην Ιταλία και παρ' ολίγο και στην Κορέα.
Στο Μοναστήρι μας έφθανε πάντα κουρασμένη και καταϊδρωμένη, πεζή από την εθνική οδό τις περισσότερες φορές. Ήθελε να περπατάη και να προσεύχεται καθ' οδόν. Χτυπούσε πολύ δυνατά το καμπανάκι της πόρτας μ' έναν δικό της τρόπο που, πριν την δούμε, καταλαβαίναμε όλες ότι έφθασε η Στέλλα. Την υποδεχόμασταν με πολλή χαρά και αφού πρώτα προσκυνούσε στον Ναό, έπειτα κατευθυνόταν στον ξενώνα όπου εκεί είχε φτιάξει την δική της γωνιά. Είχε συγκεντρωμένες τις αποσκευές της, ο,τι αγόραζε από τα Προσκυνήματα και τις εκδρομές, τα βιβλία της, Αγία Γραφή, βίους αγίων, κασέτες με κηρύγματα και ψαλμωδίες, ένα μικρό κασετόφωνο, που ήταν μονίμως χαλασμένο, κλωστές, καρφίτσες και βελόνες για την ραπτική της.
Άστεγη καθώς ήταν τα τελευταία χρόνια, δίχως νοικοκυριό, χαιρόταν που κρεμούσε στον τοίχο τις εικόνες της και μπορούσε να ράψη πάνω στο κρεβάτι της καλύτερα απ ο,τι στα παγκάκια και στις σκάλες, η στα σαλόνια των Νοσοκομείων όπου συνήθιζε να ράβη και να κοιμάται. Είχε μαζί της μια κατσαρόλα και ελάχιστα, μηδαμινά σκεύη κουζίνας και χαιρόταν αφάνταστα που της επιτρέπαμε, όταν ήθελε, να μαγειρέψη μόνη της, όπως αυτή ήθελε, τον δικό της τραχανά, που είχε αγοράσει, στα δικά της σκεύη και να βράση μόνη της τα χόρτα που μάζευε γύρω από το Μοναστήρι. Έλεγε με ευχαρίστηση: «Σας ευχαριστώ, γιατί μ'αφήνετε να αισθάνoμαι κι'εγώ σαν νοικοκυρά!».
Σε μια ξεχωριστή τσάντα είχε ''τα της θανής της'' δηλαδή, ένα σάβανο, που το είχε αγοράσει από τα Ιεροσόλυμα και καθαρά καινούρια ρούχα, τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν λόγω του ξαφνικού της θανάτου.
Θυμόμαστε την σκηνή που έπαιρνε ευχή από την Γερόντισσα και συγχρόνως η Γερόντισσα την ασπαζόταν στο κεφάλι και της έλεγε: «Μπορείς να μείνης, Στέλλα, όσο θέλεις». Αυτή ήταν εκείνη την στιγμή σαν ένα μικρό, φρόνιμο, υπάκουο και ταπεινό παιδάκι. Δεν ήξερε πως να εκφράση την ευχαρίστησή της. Η Γερόντισσα της ζητούσε να προσεύχεται για όλη την αδελφότητα και εκείνη απαντούσε: «Μάλιστα, μετά χαράς. ''Φωτεινης μοναχής και της συνοδείας αυτής''. Το γράφω παντού, όπου πηγαίνω». Επίσης όταν της ζητούσαμε να ψάλλη κάτι, αν ήθελε, τότε έσκυβε λίγο το κεφαλάκι της και έψαλε με την γλυκειά και κατανυκτική φωνή της στην Γερόντισσα, σε τρίτο ήχο, το απολυτίκιο της αγίας Φωτεινής, της Σαμαρείτιδος. «Θείω Πνεύματι καταυγασθείσα και τοις νάμασι καταρδευθείσα, παρά Χριστού του Σωτήρος Πανεύφημε...».
Μέσα στον ξενώνα καθόταν πολλές ώρες. Έλεγε την ευχή, διάβαζε την Αγία Γραφή και άλλα βιβλία, έψαλε ύμνους στην Παναγία και απολυτίκια αγίων. Διάβαζε και έψαλε σωστά και με ευκρίνεια. Επανελάμβανε με όλη την δύναμη της ψυχής της πολλές φορές το «Θεοτόκε Παρθένε...», το «Γενηθήτω το θέλημά Σου Κύριε» και την αγαπημένη της δοξολογία που ήταν το :«Δοξασμένο το όνομά σου Κύριε». Της άρεσε πολύ να ψάλλη το απολυτίκιο της εορτής της Μεταμορφώσεως. Αγαπούσε πολύ την Παναγία. Προσευχόταν για όλο τον κόσμο. Μερικές φορές μιλούσε μόνη της σαν να είχε κάποιον δίπλα της.
Και φυσικά ο πιο ειλικρινά "δίπλα της" γι'αυτήν ήταν ο Θεός στον Οποίο και απευθυνόταν με απλότητα και πολλή πίστη για όλα τα θέματα ακόμη και για τα πιο απλά.
Μια χειμωνιάτικη, παγερή ημέρα κάποια αδελφή περνούσε έξω από τον χώρο της και την άκουσε να φωνάζη και να λέη: «Χριστέ μου κρυώνω!!...κρυώνω Χριστέ μου!». Βέβαια είχε θέρμανση για "όσο ήθελε''.
Ήταν αξιοθαύμαστη η αφοσίωσή της και η αγάπη της στον Θεό. Ένας άνθρωπος με τόσα προβλήματα και στερήσεις, χωρίς σπίτι, μόνη και σε τέτοια ηλικία να προσεύχεται και να υμνή έτσι τον Θεό! Και χωρίς υποσχέσεις, χωρίς Σχήμα και κουρά, χωρίς δικό της κελλί.. Είχε εσωτερική εργασία, σταυρική πορεία και ήταν παραδομένη στο θέλημα του Θεού.
Ήταν πάντα πολύ πρόθυμη να σκουπίζη την αυλή, να μαζεύη τα χαρτάκια και τα σκουπίδια με τα χέρια της. Ιδιαίτερα την ευχαριστούσε να εργάζεται στον Ναό. Έκαμνε τέλεια την εργασία που της ανέθετες. Γυάλιζε με μεγάλη επιμέλεια τα μπρούτζινα σκεύη. Στην προτροπή μας να μη κουράζεται και να τελειώνη σύντομα απαντούσε « ο,τι γίνεται στο Μοναστήρι πρέπει να γίνεται τέλεια, γιατί εδώ είναι το σπίτι της Παναγίας». Την ώρα της εργασίας προσευχόταν η έψαλε.
Ήταν πολύ ευγνώμων. Όταν της προσφέραμε, φαγητό η κάποιο άλλο κέρασμα μας έδινε πολλές ευχές :«Καλό Παράδεισο, ο Θεός να είναι μαζί σας, σας ευχαριστώ πολύ, εσείς είσθε άξιες να Τον υπηρετήτε». Δεν ήξερε επίσης με ποιόν τρόπο να ευχαριστήση την αδελφή όταν της έκοβε κάποιο ύφασμα και της έκανε πρόβα για να το ράψη έπειτα η ίδια της και άλλη αδελφή όταν της έκοβε τα μαλλιά η της διόρθωνε το χαλασμένο κασσετόφωνο. Μας ζητούσε συγγνώμη εάν μας λύπησε με κάτι. Ήταν πολύ ευαίσθητη και δεν ήθελε να μας κουράζη.
Σε μια αδελφή, που της ζήτησε να προσεύχεται για μας, εκείνη απάντησε: «Ο Θεός θέλει να κάνουμε υπακοή!».
Όταν έμαθε ότι κάποια αδελφή έπρεπε να χειρουργηθή και ετοιμάζεται για το Νοσοκομείο, ζήτησε να την δη και της έδινε εγκάρδιες και ενθαρρυντικές συμβουλές και πολλές ευχές. «Μην ανησυχείτε, αδελφή, δεν είναι τίποτε, κάνετε υπομονή και θα περάση γρήγορα. Μετά την εγχείρηση θα νοιώθετε πολύ καλά. Ο Θεός να είναι μαζί σας».
Είχε την επιθυμία να φτιάξη κόλυβα για τους κεκοιμημένους γονείς και συγγενείς της, την οποία δυσκολευόταν να πραγματοποιήση. Χάρηκε υπερβολικά, όταν μια αδελφή, το Ψυχοσάββατο προ της Πεντηκοστής που βρέθηκε στο Μοναστήρι, έφτιαξε τα κόλυβα που μας είχε ζητήσει . Είχε παραγγείλει το πρόσφορο, έφερε μαζί της το νάμα, ζήτησε χαρτί και στυλό για να γράψη τα ονόματα των νεκρών που ήθελε.
Όταν ερχόταν μετά από κάποια προσκυνηματική εκδρομή μας έφερνε πάντα ευλογίες (λαδάκι από το καντήλι, σταυρουδάκια, θυμίαμα, μια κασέτα κλπ.). Άλλες φορές όταν της ανοίγαμε την πόρτα με πολλή χαρά μας εδινε τον καφέ και τα λουκούμια που κρατούσε λέγοντας: «Αυτά είναι για σας, σας παρακαλώ, μη τα κεράσετε στον κόσμο. Είναι κατάφρεσκος ο καφές. Πιστεύω θα σας αρέση. Τον πήρα σήμερα από τον Λουμίδη».
Την τελευταία φορά ήρθε με τον Σύλλογο ''Ονησιμος''. Ήταν ένα λεωφορείο με προσκυνητές από τους οποίους γνώριζε πολλούς. Βγήκε πρώτη από το λεωφορείο και έτρεξε στην κουζίνα για να προλάβη να δώση τον καφέ και τα λουκούμια που είχε αγοράσει. Ήταν όλο χαρά που προσφέραμε το δικό της κέρασμα στους προσκυνητές εκείνη την ημέρα.
Όταν της ζητούσαμε να προσευχηθή για κάποιο συγγενικό η φιλικό πρόσωπο, την επόμενη φορά που ερχόταν ρωτούσε «τι κάνει ο τάδε;» η «κάνε ένα καφέ να πιούμε για την ψυχή του αδελφού σου. Τον μνημονεύω, αδελφή μου».
Σεβόταν και τιμούσε πολύ τον Πνευματικό μας Πατέρα. Διάβαζε τα βιβλία του και μας έλεγε: «Να ξέρετε ότι έχετε σοφό και φωτισμένο Πνευματικό. Με τα βιβλία που γράφει βοηθάει πολύ κόσμο». Τον συνάντησε στο Μοναστήρι αρκετές φορές και κάποια φορά, στην εορτή της αγίας Παρασκευής στην Ναύπακτο αμέσως τηλεφώνησε να μας πη ότι τον είδε και φορούσε μια «λαμπρή στολή». Θυμάται μια αδελφή, πως, ενώ πλησίαζε κάποτε να πάρη ευχή από τον Δεσπότη ψιθύριζε: «ευλόγησέ τον Κύριε» και το επανελάμβανε πολλές φορές. Ύστερα πρόσθεσε: «ποιά είμαι εγώ που μπορώ να προσευχηθώ γι'αυτόν; ο Θεός να τον ευλογήση».
Ελεεινολογούσε τον εαυτό της και ευχαριστούσε για όλα τον Θεό. Δεν ήθελε να την επαινής, ούτε να λες κάτι καλό γι αυτήν. Τότε θύμωνε και δεν μιλούσε. Δεν ήθελε να την ρωτάς για την υγεία της. Σε κάποιες ερωτήσεις μας, σχετικά με την ζωή της, μερικές φορές δεν απαντούσε και σιωπούσε. Απέφευγε να μιλάη για τον εαυτό της. Δεν πρόσεχε την εξωτερική της εμφάνιση και συμπεριφορά. Ένας μικρός ξύλινος Σταυρός, περασμένος σ' ένα κορδόνι, κρεμόταν στον λαιμό της, το κομποσχοίνι της, οι αποσκευές της με κάποια ευτελή ενδύματα, λίγα βιβλία, εικόνες και κασέτες, μια μικρή σύνταξη ήταν όλη της η περιουσία. Κρατούσε ελάχιστα χρήματα για τις προσωπικές της ανάγκες και τα εισητήρια.
Έκανε αληθινή και θεάρεστη ελεημοσύνη. Κοιμόταν στα παγκάκια των πάρκων και στα σαλόνια των Νοσοκομείων, την περιφρονούσαν οι άνθρωποι ως επαίτη και την έδιωχναν και εκείνη με την μικρή πτωχική της σύνταξη βοηθούσε πτωχούς, έκανε δωρεές σε διάφορες Εκκλησίες για αγιογραφίες, Ιερά καλύμματα, σημειωτέον και στην εξωτερική Ιεραποστολή.
Πολλές φορές τόσο με την παρουσία της όσο και με την συμπεριφορά της άφηνε αίσθηση "δια Χριστόν σαλής".
Μεταξύ πολλών άλλων, φανερών και αφανών, κάποια αδελφή θυμάται: «μια μέρα της πήγαινα φαγητό στο δωμάτιό της και είχα τον λογισμό ότι είναι αγία, ''δια Χριστόν σαλή''. Όταν μπήκα μέσα, χωρίς κανένα λόγο άρχισε να φωνάζη: ''Τι είναι αυτό που μου έφερες!... Δεν το θέλω!.. Πάρτο πίσω!..'' Δεν μπορώ να το κρίνω αν ήταν απάντηση στο λογισμό μου...»
Κάποια φορά έτρεχε από τον άγιο Αλέξιο, το κοιμητήρι της Μονής, και φώναζε δυνατά και χαρούμενα: «Βρήκα, αδελφούλα μου, τον τάφο ανοιχτό –τον είχε ανοίξει πριν την κοίμησή της η Γερόντισσα Μακρίνα –και ήθελα να μπω μέσα, να ξαπλώσω, αλλά σκέφθηκα ότι αγία ψυχούλα θα μπη εκεί και δεν μπορώ εγώ να τον μολύνω. Έτσι ξάπλωσα δίπλα. Τι όμορφα που ήταν!» Πετούσε από την χαρά της!
Μια χρονιά, παραμονή των αγίων Αρχαγγέλων, στις 7 Νοεμβρίου βρέθηκε ξαφνικά, όπως ερχόταν πάντα, στο Μοναστήρι με σκοπό να κατεβή πάλι το απόγευμα για τον Εσπερινό στο εξωκκλήσι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, που πανηγύριζε και βρίσκεται κοντά στις όχθες της Υλίκης λίμνης. Εκείνο το βράδυ όμως έγινε ''χαλασμος Κυρίου''. Έπιασε δυνατή βροχή με αέρα και κρύο μαζί. Την άλλη ημέρα λίγο πριν το μεσημέρι η Γερόντισσα Μακρίνα, βλέποντας να μη σταματάη η βροχή, άρχισε να ανησυχή και μαζί με μια αδελφή, που οδηγούσε, κατευθύνθηκαν στο Εκκλησάκι. Την βρήκαν να κάθεται μόνη στα σκαλάκια του Ναού. Ανέμελη και χαρούμενη χαμογέλασε και είπε: «Μην ανησυχείτε για μένα. Έχω τους Αρχαγγέλους συντροφιά». Την πήραν μαζί τους στο αυτοκίνητο και ανέβηκαν στο Μοναστήρι.
Πριν δύο χρόνια, εορτή του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, 29η Αυγούστου, βρέθηκε στην Θήβα. Περπατώντας μέσα στην αγορά βρήκε τα κρεοπωλεία ανοιχτά με τα κρέατα κρεμασμένα και τις τιμές πάνω σε αυτά. Έσχιζε τις τιμές και έτρεχε γρήγορα για να μη την πιάσουν οι κρεοπώλες λέγοντας: «νηστεία είναι σήμερα». Ήρθε έπειτα στο Μοναστήρι και γελώντας μας το αφηγείτο.
Την ίδια χρονιά, ένα απόγευμα του Καλοκαιριού, ήρθε καταϊδρωμένη και κατακόκκινη από την ζέστη με τα πόδια από το Ακραίφνιο. Μπαίνοντας στον ξενώνα διεπίστωσε ότι δεν είχε μαζί της μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, της Ιεροσολυμίτισσας. Βγαίνει γρήγορα, έρχεται στην κουζίνα και φεύγει τρέχοντας για το χωριό, πιστεύοντας ότι θα της έπεσε στο Πρατήριο που άφησε για λίγο την τσάντα της. Ήταν ώρα Εσπερινού και μέχρι να τελειώση ο Εσπερινός επέστρεψε κρατώντας την σφιχτά στα χέρια της και φιλώντας την Παναγία. «Την βρήκα, αδελφή μου, την βρήκα». Την χάρισε έπειτα στην αδελφή για να την κάνη εικόνα. Διήνυσε 10 χιλιόμετρα σε 3/4 της ώρας. Έτρεχε, δεν περπατούσε!
Μια φορά έφερε ξυνό τραχανά από κάποιο Μοναστήρι και ήθελε να της βράσουμε από αυτόν. Μόλις της τον πήγε η αδελφή, τον δοκίμασε και τον επέστρεψε λέγοντας: «Δεν τον θέλω, αδελφή μου, δεν είναι ξυνός, να τον δώσης στις γάτες». Πιστεύει η αδελφή πως το έκανε για να μη φάη κάτι που της άρεσε.
Σε μια από τις τελευταίες φορές που ήρθε στο Μοναστήρι είπε σε μια αδελφή: «Ξέρω, αδελφούλα μου, είσαι πολύ απασχολημένη, έχεις πολλές δουλειές. Κάνε όμως ελεημοσύνη και κάθησε να με ακούσης». Και άρχισε να αφηγήται περιστατικά που της συνέβησαν εκείνο τον καιρό και είχε στενοχωρηθή· όπως π.χ. που χαστούκισε τον οδηγό αστικού λεοφωρείου, στην Αθήνα, γιατί προσπάθησε να της σπρώξη την τσάντα που κρατούσε και δεν έφευγε από την είσοδο του λεοφωρείου. Βρέθηκε τότε στο Αστυνομικό Τμήμα μαζί με τον οδηγό, αλλά την απέλυσαν και γελούσε, αν και έλεγε πως έπρεπε να το εξομολογηθή γιατί αυτό την εμπόδιζε να κοινωνήση. Είπε επίσης για τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε όταν πήγαινε στα σαλόνια των Νοσοκομείων για να διανυκτερεύση, επειδή ήταν άστεγη. Την έδιωχναν οι Νοσοκόμες, την μάλωναν οι καθαρίστριες, φώναζαν οι γιατροί και πολλές φορές καλούσαν την Αστυνομία.
Όταν την ρώτησε μια αδελφή: «Τι απαντάς, Στέλλα, σε όσους σε φωνάζουν και στους Αστυνομικούς»; εκείνη με θάρρος και ύφος είπε την απολογία της: «Ξέρετε, Κύριοί μου, εσείς έχετε το σπίτι σας, το κρεβάτι σας, το φαγητό σας, εγώ που θα μείνω; Το Κράτος φροντίζει για τους αλλοδαπούς, για τους πλημμυροπαθείς, τους σεισμόπληκτους, για μένα κανένας δεν φροντίζει». Άλλη φορά είπε: «Είναι καλοί άνθρωποι οι Αστυνομικοί. Εγώ δεν τους φοβάμαι. Άλλοι είναι αυτοί που με οδηγούν εκεί».
Τον τελευταίο καιρό είχε σοβαρό πρόβλημα γιατί ο Πνευματικός της, ένας ηλικιωμένος κατάκοιτος Παπούλης είχε κοιμηθή και ο καινούριος, επειδή δεν είχε πολύ χρόνο, δεν δεχόταν να του τα έχη γραμμένα και να τα διηγήται όλα με λεπτομέρειες. Έπρεπε να τελειώνη γρήγορα. Αυτό όμως δεν την ανέπαυε γιατί ήθελε να κάνη τέλεια εξαγόρευση, χωρίς να κρύπτη το παραμικρό και έτσι ήταν στενοχωρημένη που δεν μπορούσε να εξομολογηθή, όπως αυτή ήθελε.
Είναι αλήθεια ότι της πρότειναν πολλοί να την φιλοξενήσουν και κάποιοι επίσης να της χαρίσουν ένα δωμάτιο. Δεν δεχόταν όμως και δεν ήθελε να δεσμεύεται. Είχε τις δικές της ''παραξενιες''που τις πλήρωνε όμως πολύ ακριβά. Στην πρότασή μας, μάλιστα, να μείνη μαζί μας έλεγε: «Μα εσείς είσθε μοναχές, ανήκετε στο Μοναστήρι σας, εγώ δεν ανήκω εδώ, είμαι ξένη. Πρέπει να φύγω. Άλλωστε οι δουλειές μου είναι στην Αθήνα. Θα πάω στις ομιλίες μου, στις αγρυπνίες, να πληρωθώ, να πάω για εξομολόγηση. Έχω δουλειές, αδελφή μου. Σας ευχαριστώ πολύ. Δεν μπορώ όμως να μείνω εδώ». Ούτε στην Μηλίτσα - γνωστή της κυρία, που την αγαπούσε- ήθελε να μένη πολύ. «Μα, η Μηλίτσα έχει οικογένεια, έχει τα παιδιά της, τον σύζυγό της, έχει την δουλειά της. Ένα βράδυ μόνο μπορώ να μείνω για να πάω πρωΐ-πρωΐ να πάρω νούμερο για εξομολόγηση».
Τον τελευταίο καιρό όμως, 8 μήνες πριν τον θάνατό της, βλέποντας πως οι δυνάμεις της την εγκαταλείπουν, δέχθηκε να φιλοξενηθή στο σπίτι της κυρίας Χρυσούλας, η οποία με πολλή αγάπη και ιδιαίτερη φροντίδα της παραχώρησε ξεχωριστό διαμέρισμα. Έκτοτε δεν εμφανίσθηκε στο Μοναστήρι.
Ένα χρόνο μετά τον αφανή θάνατό της και την περιπετειώδη και άσημη ταφή της και λίγες ημέρες μετά το "ετήσιο" Αρχιερατικό Μνημόσυνό της στο Καθολικό της Ιεράς Μονής, πιστεύουμε απόλυτα ότι ο Κύριος της έχει χαρίσει ''αυλη και αχειροποίητη σκηνή'' για να Τον δοξολογή αιωνίως. Με την ελπίδα και την βεβαιότητα μαζί ότι βρήκε παρρησία στον Θεό, πιστεύουμε ότι θα εισακούση Κύριος ο Θεός τις προσευχές της ταπεινής δούλης Του Στέλλας και για την δική μας αδελφότητα, όπως και για όλο τον κόσμο.
Η "ταπεινή προσκυνήτρια" έζησε αφανώς και κοιμήθηκε αφανώς. Έζησε όλη της την ζωή μαρτυρικώς και τελείωσε την ζωή της το ίδιο μαρτυρικώς, από τροχαίο ατύχημα στην οδό Βουλιαγμένης στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου του 2005.
Κ.μ.
Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου